ἡλιόκαυστος

ἡλιόκαυστος
ἡλιό-καυστος, [dialect] Dor. [pref] ἁλ-, ον, (καίω)
A = ἡλιοκαής, Theoc.10.27, Dsc.2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡλιόκαυστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιόκαυστος — η, ο ο μαυρισμένος απ τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡλιοκαύστου — ἡλιόκαυστος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιόκαυτος — και λιόκαυτος και ηλιόκαυστος, η, ο (Α ἡλιόκαυστος, δωρ. τ. ἁλιόκαυστος, ον) ο ηλιοκαμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιόκαυτο ψάρι, χταπόδι ή αστακός ξεραμένα στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτός (< καίω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”